- κυβέρνηση
- Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας, βάσει της οποίας η πολιτική εξουσία ασκείται από το ανώτατο (κυρίαρχο) όργανο, είτε πρόκειται για ένα άτομο (μονάρχης) είτε πρόκειται για τον λαό. Υπό αυτό το ευρύτερο πλαίσιο γίνεται λόγος για μορφές κ.
Η πρώτη ταξινόμηση των μορφών κ. ανάγεται στα Πολιτικά του Αριστοτέλη, ο οποίος διέκρινε τη μοναρχία (κ. του ενός), την αριστοκρατία (κ. των λίγων) και τη δημοκρατία (κ. του συνόλου των πολιτών). Στις τρεις αυτές μορφές κ. ο Αριστοτέλης αντιπαρέθεσε τις αντίστοιχες εκτροπές: τυραννία, ολιγαρχία και δημαγωγία. Η διάκριση αυτή κυριάρχησε ουσιαστικά στην πολιτική σκέψη μέχρι τους νεότερους χρόνους, οπότε η κυριαρχία άρχισε να θεμελιώνεται από τη θέληση του λαού και όχι από πρότυπα αρετής, επιτρέποντας την εισαγωγή νέων κριτηρίων ταξινόμησης. Το πρώτο κριτήριο αποβλέπει αποκλειστικά στην πηγή της κυριαρχίας (ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες θεσμικές της διαρθρώσεις) και αντιπαραθέτει τη μοναρχία στη δημοκρατία. Το μοναρχικό στοιχείο της κυριαρχίας δεν προσδιορίζεται ούτε από την ύπαρξη ενός μόνο προσώπου επικεφαλής του κράτους (οι περισσότερες δημοκρατίες ορίζουν ένα και μοναδικό πρόσωπο ως πρόεδρο, με εξαίρεση μερικά κράτη που διέθεταν συλλογικό προεδρείο, όπως η πρώην ΕΣΣΔ και τα σοσιαλιστικά κράτη) ούτε από την κληρονομική εξουσία (το κράτος του Βατικανού θεωρείται εκλεγόμενη μοναρχία) ούτε από την ισόβια κατοχή της εξουσίας από ένα άτομο. Η μοναρχία ισούται με μία μορφή κ., στην οποία η ανώτατη εξουσία ανήκει στον μονάρχη (βασιλιά, κυρίαρχο) εξ ιδίου δικαίου και ανεξάρτητα από τη λαϊκή θέληση (ελέω θεού, όπως αναφερόταν παλαιότερα). Επομένως, το κλασικό πρότυπο μοναρχίας στην ιστορία είναι η λεγόμενη απόλυτη μοναρχία. Η παγκόσμια διάδοση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας τροποποίησε το εν λόγω πρότυπο, εισάγοντας στοιχεία συνταγματικής διακυβέρνησης, έτσι ώστε ο μονάρχης μπορούσε να τιτλοφορείται βασιλιάς ελέω θεού και με τη θέληση του Έθνους. Ως άμεση συνέπεια, η μοναρχία έχασε την αρχική της βαρύτητα απέναντι στη δημοκρατία (μορφή κ., στην οποία η απονομή της ανώτατης εξουσίας απορρέει από τη λαϊκή θέληση). Το επόμενο, χρονικά, κριτήριο ταξινόμησης σχετίζεται με την αντιπαράθεση δημοκρατίας και αυταρχισμού ως μορφών κ. καθώς και με τον βαθμό σύνδεσής τους στη δομή του πολιτεύματος με τη λαϊκή κυριαρχία. Η διάκριση αυτή σκιάζεται ακόμα και σήμερα από τις μεγάλες διαφωνίες που υπάρχουν σχετικά με την ίδια την έννοια της δημοκρατίας. Έτσι, η θεωρία των μορφών κ. κατέληξε σε μια αβέβαιη τυπολογική ταξινόμηση. Ως άμεση συνέπεια προέκυψε μια ταξινόμηση των μορφών κ. σύμφωνα με ποικίλα κριτήρια, τα οποία εξαρτώνται είτε από την εκάστοτε σκοπιά παρατήρησης της μορφής του κράτους είτε από την ιδιαίτερη θεσμική δομή μέσω της οποίας εκδηλώνεται η κυριαρχία. Μεταξύ των ποικίλων τύπων ταξινόμησης διακρίνεται λόγω σημασίας εκείνη που σχετίζεται με τη νομική κατάσταση των πολιτών και τα όρια εξουσίας του κράτους (πατρογονικό-φεουδαρχικό, κληρονομικό κράτος, αστυνομικό κράτος, κράτος δικαίου). Από την άποψη της κατανομής των λειτουργιών στα όργανα του κράτους, διακρίνονται μια μορφή απόλυτης ή ολοκληρωτικής κ. και μια μορφή συνταγματικής κ. Η διάδοση που προσέλαβε κατά τους νεότερους χρόνους η θεωρία των συνταγματικών εγγυήσεων οδήγησε στην υποδιαίρεση της συνταγματικής κ. σε μορφές όπως η αμιγής συνταγματική κ. (Γερμανία μέχρι το 1918), η κοινοβουλευτική κ. (Ιταλία μετά το 1948), η προεδρική (ΗΠΑ).
Στην αμιγή συνταγματική κ. ο ανώτατος άρχοντας είναι ταυτόχρονα αρχηγός του κράτους και της κ., ασκώντας την κυβερνητική εξουσία μέσω ενός υπουργού (καγκελαρίου), που λογοδοτεί μόνο απέναντί του. Στην κοινοβουλευτική κ., το νομοθετικό όργανο (κοινοβούλιο) ασκεί τις αμιγώς πολιτικές λειτουργίες και οι υπουργοί, αν και διορίζονται από τον αρχηγό του κράτους, πρέπει να έχουν την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου, στο οποίο άλλωστε λογοδοτούν. Στην περίπτωση αυτή, η μορφή κ. διαμορφώνεται από τα καλούμενα κοινοβουλευτικά σχήματα και υφίσταται ισχυρές επιδράσεις από τα αντιπροσωπευόμενα στο κοινοβούλιο πολιτικά κόμματα. Στην προεδρική κ., ο αρχηγός του κράτους εκλέγεται απευθείας από τον λαό και ασκεί τις αρμοδιότητες του αρχηγού της κ. με τη βοήθεια προσωπικών συνεργατών (υπουργών ή γραμματέων της Επικρατείας), οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από το κοινοβούλιο.
Στις νεότερες εξελίξεις των συνταγματικών και των νομικών, γενικότερα, εγγυήσεων είναι ιδιαίτερα σημαίνουσες οι δύο έννοιες του κράτους δικαίου και του αντιπροσωπευτικού κράτους. Η πρώτη υποδηλώνει το κράτος στο οποίο η υπεροχή του νόμου θέτει αυστηρά όρια στην κρατική δραστηριότητα, ενσωματώνει τα όρια αυτά στο νομικό καθεστώς περί ατομικών δικαιωμάτων και καθορίζει τον κύκλο αρμοδιότητας και δραστηριότητας των οργάνων του κράτους, προβαίνοντας σε μια αυστηρή διάκριση των εξουσιών. Σε αυτό τον τύπο κράτους αντιπαρατίθεται ένας άλλος, που διαθέτει ποικίλες ονομασίες: κοινωνικό κράτος ή κυβερνώσα δημοκρατία ή λαϊκή δημοκρατία (ανάγεται στην αθηναϊκή δημοκρατία της κλασικής περιόδου). Σε αντίθεση με το κράτος δικαίου, διακηρύσσει την ενότητα της εξουσίας και την υποταγή του νόμου στη λαϊκή θέληση και στο κοινωνικό συμφέρον. Το αντιπροσωπευτικό κράτος χαρακτηρίζεται από ένα πολιτικό καθεστώς στο οποίο η λαϊκή κυριαρχία ασκείται μέσω αντιπροσώπων του λαού (βουλευτών) και αποτελεί μία διαδεδομένη μορφή σύγχρονης κ. Ωστόσο, η φυσιογνωμία του διαφοροποιείται από την ιδιαίτερη δομή που αποκτά η εντολή (επιτακτική ή όχι) και η πολιτική αντιπροσώπευση (ανεξαρτησία ή ανακλητότητα του βουλευτή από μέρους των εκλογέων).
Το όργανο που ονομάζεται κ. και λειτουργεί ως επικεφαλής της εκτελεστικής λειτουργίας αποτελείται από μη συγκεκριμένο αριθμό υπουργών και από τον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου (πρωθυπουργός). Γενικά, στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί διορίζονται από τον αρχηγό του κράτους, αλλά οφείλουν να ζητήσουν ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο. Η κ. οφείλει να υποβάλει παραίτηση σε περίπτωση καταψήφισης του κοινοβουλίου, αλλά δύναται να διενεργεί τη διεκπεραίωση των τρεχουσών υποθέσεων, ώσπου να αντικατασταθεί, πάντα υπό τον έλεγχο του κοινοβουλίου. Το καίριο θέμα των σχέσεων κ. και κοινοβουλίου ρυθμίζεται ποικιλοτρόπως από τα διάφορα συντάγματα, τα οποία φροντίζουν ώστε το θέμα της εμπιστοσύνης –είτε έπειτα από πρωτοβουλία της κ. (αίτηση ψήφου εμπιστοσύνης) είτε έπειτα από πρωτοβουλία του κοινοβουλίου (πρόταση δυσπιστίας ή μομφής)– να μην κλυδωνίζει υπερβολικά την αναγκαία κυβερνητική σταθερότητα. Κατά τη διάρκεια της θητείας της η κ. μπορεί να υποστεί μεταβολές ως προς τη σύνθεσή της, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν θέμα εμπιστοσύνης ανάλογα με τη σημασία τους. Στα σύγχρονα πολιτικά καθεστώτα, οι αρμοδιότητες του υπουργικού συμβουλίου ως συλλογικού οργάνου ρυθμίζονται από το ίδιο το σύνταγμα ή με νόμο. Εξάλλου, οι υπουργοί διαθέτουν ειδικές αρμοδιότητες, ως εκάστοτε προϊστάμενοι αντίστοιχων υπουργείων.
Οι οικονομικοτεχνικές και κοινωνικές συνθήκες της σύγχρονης εποχής έχουν προκαλέσει σημαντική διεύρυνση της νομοθετικής δραστηριότητας της κ. (κυβερνητική νομοθεσία, εκτεινόμενη από τις πράξεις του υπουργικού συμβουλίου μέχρι τα νομοθετικά διατάγματα και τους νόμους-πλαίσια), κατά τρόπο που επιτρέπει στην κυβερνητική λειτουργία να διασπά ολοένα και περισσότερο το κλασικό σχήμα της διάκρισης των εξουσιών.
Στιγμιότυπο από την πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, μετά τις εκλογές του 2000 (φωτ. ΑΠΕ).
Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, μετά τις εκλογές του 1996 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου στη Βουλή (1965) (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1985 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ιστορική φωτογραφία της κυβέρνησης Τσαλδάρη (10 Μαρτίου 1933) (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *η (AM κυβέρνησις, Α δωρ. τ. κυβέρνασις) [κυβερνώ]1. διοίκηση, διεύθυνση (α. «την κυβέρνηση τού σωματείου ανέλαβε ο αντιπρόεδρος λόγω ασθενείας τού προέδρου» β. «μετά τον θάνατο τού πατέρα της ανέλαβε την κυβέρνηση τού σπιτιού» γ. «πολίων κυβερνάσεις», Πίνδ.)2. η διεύθυνση πλοίου με το πηδάλιο («ναύτας στασιάζοντας πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς κυβερνήσεως», Πλάτ.)νεοελλ.1. η εκτελεστική εξουσία σε μια χώρα, σε αντιδιαστολή με τη νομοθετική και τη δικαστική2. το ανώτατο όργανο τού κράτους που ασκεί την εκτελεστική εξουσία και τα μέλη που τό αποτελούν, το υπουργικό συμβούλιο («ανασχηματισμός τής κυβέρνησης»)3. φρ. α) «κοινοβουλευτική κυβέρνηση» — η κυβέρνηση που προέρχεται από τους κόλπους τού κοινοβουλίου το οποίο προέρχεται από ελεύθερες εκλογές και εκφράζει τη λαϊκή θέλησηβ) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» — κυβέρνηση που σχηματίζεται αποκλειστικά για διενέργεια εκλογών και απαρτίζεται από εξωκοινοβουλευτικά συνήθως πρόσωπαγ) «δικτατορική κυβέρνηση» — η κυβέρνηση που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και καταλύει το Σύνταγμαδ) «οικουμενική κυβέρνηση» — η κυβέρνηση που απαρτίζεται από υπουργούς οι οποίοι προέρχονται από όλα, ή σχεδόν όλα, τα κόμματα τής Βουλήςε) «Εφημερίς τής Κυβερνήσεως» — επίσημη εφημερίδα τού κράτους στην οποία δημοσιεύονται υποχρεωτικά κατά νόμο οι κατά το Σύνταγμα κυρούμενοι νόμοι, ο κανονισμός και οι πράξεις τής Βουλής, τα προεδρικά διατάγματα και διαγγέλματα, οι κυβερνητικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι κανονιστικές πράξεις τού υπουργικού συμβουλίου, τού πρωθυπουργού και τών υπουργών ή υφυπουργών καθώς και κάθε άλλου οργάνου τής διοίκησης, εκτός αν για αυτές τις τελευταίες υπάρχει ειδική διάταξη, και οι κατά νόμο δημοσιευτέες πράξεις νομικών προσώπων τού Δημοσίου ή τού Ιδιωτικού Δικαίουμσν.1. τρόπος συμπεριφοράς2. εξυπηρέτηση, φροντίδα, περιποίηση3. (σχετικά με παιδιά) διαπαιδαγώγηση.
Dictionary of Greek. 2013.